- συγκατάταξις
- (-εως) η см. συγκαταρίθμησις
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκατάταξη — η, Ν τοποθέτηση κάποιου μαζί με άλλους ή με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατατάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. συγκατάταξις, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Παπαδημητρακόπουλο] … Dictionary of Greek